- κε
- (I)κε (Α)βλ. κεν.————————(II)(βυζ. μουσ.)μουσικός φθόγγος που κατέχει την έκτη βαθμίδα τής πρωτότυπης φυσικής διατονικής κλίμακας και αντιστοιχεί προς τον φθόγγο λα τής ευρωπαϊκής συγκερασμένης.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι Βυζαντινοί δήλωναν τις βαθμίδες τής μουσικής κλίμακας με τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου, προσθέτοντας σύμφωνα προ τών φωνηέντων (πρβλ. πΑ, κΕ, νΗ) και φωνήεντα μετά τα σύμφωνα (πρβλ. Βου, Γα, Δι, Ζω) για ευφωνικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.